- επαγώγιμος
- -η, -ο (Α ἐπαγώγιμος, -ον) [επαγωγή]νεοελλ.1. αυτός που γίνεται ή μπορεί να γίνει με επαγωγή2. το ουδ. ως ουσ. (ηλεκτρ.) το επαγώγιμο ή επαγόμενοτο μέρος τών ηλεκτρικών μηχανών στο οποίο παράγεται εξ επαγωγής μια ηλεκτρεγερτική δύναμη ικανή να παράγει ηλεκτρικό ρεύμααρχ.αυτός που εισάγεται απ' έξω, από το εξωτερικό.
Dictionary of Greek. 2013.